- ανερευνώ
- (AM ἀνερευνῶ, -άω)αναζητώ, εξετάζω, ερευνώ προσεκτικάμσν.1. κάνω σωματική έρευνα2. απαιτώ, ζητώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξακανθίζω — ἐξακανθίζω (Α) 1. βγάζω τα αγκάθια 2. ανερευνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + άκανθα κατά τα ρήματα σε ίζω] … Dictionary of Greek